χλευασμοί

χλευασμοί
χλευασμός
irony
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πομπεία — ἡ, Α [πομπεύω] 1. το να άγει, να συνοδεύει κανείς πομπή 2. πανηγυρική, θρησκευτική πομπή, συνοδεία, λιτανεία 3. στον πληθ. αἱ πομπεῑαι δηκτικά και χυδαία πειράγματα, βωμολοχίες και χλευασμοί που αντάλλασσαν μεταξύ τους οι άντρες που έπαιρναν… …   Dictionary of Greek

  • πουλολόγος — Μεσαιωνικό ποίημα του 14ου αι., γραμμένο στη δημοτική γλώσσα. Αποτελείται από 650 πολιτικούς στίχους. Ίσως το ποίημα γράφτηκε σε κάποια χώρα, της οποίας οι κάτοικοι εξοικειώθηκαν με τα φραγκικά ήθη. Ο τίτλος του ποιήματος οφείλεται στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”